τρηρων

τρηρων
    τρήρων
    -ωνος adj. [τρέω] боязливый, робкий, пугливый
    

(πέλειαι Hom.; κέπφοι Arph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "τρηρων" в других словарях:

  • τρήρων — timorous masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρήρων — ωνος, ὁ, ἡ, Α 1. ως επίθ. (για άγρια περιστέρια) δειλός, φοβιτσιάρης («πέλειαι τρήρωνες», Ομ. Οδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. α) το θηλυκό περιστέρι β) μτφ. χαρακτηρισμός γυναίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Το ουσ. τρήρ ων έχει σχηματιστεί με επίθημα ων, ωνος (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • Τρηρῶν — Τρήρης masc gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρηρώνοιν — τρήρων timorous masc/fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρηρώνων — τρήρων timorous masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρήρωνα — τρήρων timorous masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρήρωνας — τρήρων timorous masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρήρωνε — τρήρων timorous masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρήρωνες — τρήρων timorous masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρήρωνι — τρήρων timorous masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρήρωνος — τρήρων timorous masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»